- έμπλεος
- -α, -ο (AM ἔμπλεος, -α, -ονΑ και ἔμπλεως, -ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, -η, -ον1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητααρχ.φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» — παραφουσκωμένος από εγωισμό.
Dictionary of Greek. 2013.